- κακοδρομια
- κακοδρομίακᾰκο-δρομίαἥ злосчастный перелет
(Ἰκάρου Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἰκάρου Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κακοδρομία — και ιων. τ. κακοδρομίη, ἡ (Α) κακός πλους, κακό ταξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δρομία (< δρομος < δρόμος), πρβλ. κενο δρομία, ταχυ δρομία] … Dictionary of Greek
κακοδρομίης — κακοδρομία bad passage fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)